ανεμόμυλος — ο μύλος που τα φτερά του κινούνται από τον αέρα: Οι ανεμόμυλοι ήταν οι πρώτες αλεστικές μηχανές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκόνου (Αγροτομουσείο) — Το Αγροτομουσείο της Μυκόνου, με επίκεντρο το Μύλο του Μπόνη, ο οποίος είναι ένα από τα γνωστότερα και περισσότερο φωτογραφημένα ιστορικά μνημεία της Μυκόνου, λειτουργεί ως παράρτημα του Λαογραφικού Μουσείου, καταλαμβάνοντας μία έκταση δύο… … Dictionary of Greek
Μύλοι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 39 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 426 κάτ.) του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελασγίας. 3.… … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
αερόμυλος — ο ο ανεμόμυλος* … Dictionary of Greek
βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας … Dictionary of Greek
ονόμυλος — ὀνόμυλος, ὁ (Μ) μύλος που λειτουργεί με την βοήθεια όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + μύλος (πρβλ. ανεμόμυλος)] … Dictionary of Greek
στέκω — και μέσ. στέκομαι ΝΜ 1. ίσταμαι, παραμένω όρθιος (α. «στεκόταν μπροστά στο σπίτι του» β. «πῶς στέκεσαι καὶ πῶς ἐμβλεματίζεις», Πρόδρ.) 2. (το γ πρόσ. αορ.) στάθηκε συνέβη νεοελλ. 1. σταματώ, παύω να βαδίζω (α. «στάθηκε ξαφνικά στη γωνιά τού… … Dictionary of Greek